συνορίτης

συνορίτης
ο
θηλ. συνορίτισσα αυτός που συνορεύει, ο γείτονας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συνορίτης — ο, θηλ. συνορίτισσα, Ν 1. όμορος, γειτονικός 2. συνοριακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύνορο + κατάλ. ίτης (πρβλ. συντοπ ίτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1750 στον Αλέξ. Καγκελλάρη] …   Dictionary of Greek

  • πλησιόχωρος — η, ο αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί σε κοντινό χώρο, γείτονας, συνορίτης: Για τους πλησιόχωρους οικισμούς επιβάλλεται η ίδρυση μιας οργανωμένης σχολικής μονάδας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”